- βασικότητα
- ηη ιδιότητα του βασικού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
αλκαλικότητα — ή βασικότητα, η Χημ. η χαρακτηριστική ιδιότητα μιας αλκαλικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkalinity] … Dictionary of Greek
λευκιτίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα διείσδυσης, με κύρια συστατικά λευκίτη και πυροξένους. Άλλα συστατικά είναι ο νεφελίνης, ο ολιβίνης, το ορθόκλαστο, ο βιοτίτης, ο μελίλιθος κ.ά. Γι’ αυτό, η χημική του σύσταση χαρακτηρίζεται από το υψηλό ποσοστό τού Κ2Ο (5… … Dictionary of Greek